- χελωνός
- ο морская черепаха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χελωνός — turtle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελωνός — ὁ, Α θαλάσσια χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
χελῶνος — χελών mullet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελωνῶν — χελώνη lip fem gen pl χελωνός turtle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)